ωκυθοος

ωκυθοος
    ὠκύθοος
    ὠκύ-θοος
    2
    [θέω] быстро бегущий, проворный, резвый
    

(Νύμφαι Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ωκυθοος" в других словарях:

  • ὠκύθοος — swift running masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύθοος — όα, ον, Α 1. ὠκύδρομος* 2. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «ὠκύθοον πόα τις ἡ τρίφυλλος καλούμενη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + θοος (< θοός «ταχύς» < θέω «τρέχω»), πρβλ. ἱππό θοος] …   Dictionary of Greek

  • ὠκύθοον — ὠκύθοος swift running masc acc sg ὠκύθοος swift running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυθόη — ὠκύθοος swift running fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυθόοιο — ὠκύθοος swift running masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυθόου — ὠκύθοος swift running masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυθόῳ — ὠκύθοος swift running masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώκινον — τὸ, Α είδος ζωοτροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί σωστά και δεδομένου ότι πρόκειται για ποικιλία τριφυλλιού το οποίο ανθίζει πρώιμα («ὠκύθοος πόα τις ἡτρίφυλλος καλουμένη» Ησύχ.) και διευκολύνει τη χώνευση τών ζώων, ο τ. ὤκινον θα μπορούσε… …   Dictionary of Greek

  • ὠκυθόαι — ὠκυθόᾱͅ , ὠκύθοος swift running fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»